γαλατοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλατοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλατοῦσα ἡ, Κύπρ. Κῶς Μεγίστ. Πάρ. Πόντ. (Οἰν.) Ρόδ. Σῦρ. κ.ἀ. γαλατοῦτσα Πόντ. (Κοτύωρ.) γαλοῦσα Κρήτ. Κύθν. Σῦρ κ.ἀ. - Λεξ. Περιδ. Βλαστ. 392.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –οῡσα. Τὸ γαλοῦσα κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῆς ὀνομαστικῆς. Τὸ γαλατοῦτσα κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. γαλατσίδα.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἔχουσα πολὺ γάλα Κύθν. Κύπρ. Μεγίστ. Πάρ. Ρόδ. Σῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Περίδ. Βλαστ. ἔνθ’ἀν.: Ἡ δεῖνα εἶναι πολὺ γαλοῦσα καὶ χορταίνει τὸ παιδὶ γάλα Σῦρ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπώνυμον τῆς Παναγίας, Παναγιˬὰ ἡ Γαλατοῦσα ἡ δι’ ἐπικλήσεως τῶν γυναικῶν πληροῦσα τοὺς μαστοὺς αὐτῶν δι’ ἀφθόνου γάλακτος Κύπρ. Ρόδ. Καὶ ὡς τοπων. Γαλατοῦσα Κύθηρ. 2) Φυτὸν παράγον γαλακτώδη ὀπόν, γαλατσίδα Πόντ. (Κοτύωρ.) Ρόδ. 3) Ὁ νωπὸς καὶ γαλακτώδης καρπὸς τοῦ ἀραβοσίτου Πόντ. (Οἰν.) 4) Λίθος γαλακτόχρους ἢ ἔχων φλέβας γαλακτόχρους χρησιμεύων ὡς περίαπτον εἰς τὸ στῆθος τῶν θηλαζουσῶν γυναικῶν διὰ νὰ ἔχουν ἄφθονον γάλα Κρήτ. Κῶς. Συνών. γαλατόπετρα 1. Πβ. γαλατόχαντρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA