γαλατόχορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλατόχορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλατόχορτο τό, γαλαχτόχορτο ᾽Αττικ. γαλατόχορτον Κὺπρ. γαλατόχορτο Σκῦρ. - ΝΠολίτ. Παραδ. 2., 647 - Λεξ. Αἰν. γαλατόχουρτου Θεσσ. Στερελλ. (Παρνασσ.) γαλατσόχορτο Κέρκ. κ.ἀ. - ΝΠολίτ. Ποραδ. 2,647-ΠΓεννάδ. 218 γαλόχορτον Κύπρ. γαλόχορτο Ἤπ.-ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. ΠΓεννάδ. ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Βλαστ. 473 γαλόχουρτου Θεσσ. Μακεδ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γάλα καὶ χόρτο. Τὸ γαλατσὸχορτο διὰ τὸ γαλατσίδα. Τὸ γαλόχορτο κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῆς ὀνομαστικῆς.
Σημασιολογία
Διάφορα φυτὰ ἔχοντα ὀπὸν γαλακτώδη. Πβ. γαλατσίδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA