ἀρχοντοσέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντοσέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρχοντοσέρνω Κύθηρ. ἀρχοντοσούρνω Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Τρίκκ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρχοντας καὶ τοῦ ρ. σέρνω.

Σημασιολογία

Κατάγομαι ἐξ εὐγενῶν, πλουσίων ἔνθ’ ἀν. : ᾿Αρχοντοσούρνει ὁ δεῖνα Κλουτσινοχ. Συνών. ἀρχοντοφέρνω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/