ἀρχοντόσπιτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντόσπιτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρχοντόσπιτο τό, σύνηθ. ἀρχοdόσπιτο πολλαχ. ἀρχοντόσπ’το Σκῦρ. ἀρχουντόσπιτου βόρ. ἰδιώμ. ἀρχουdόσπιτου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄρχοντας καὶ σπίτι.
Σημασιολογία
Οἰκία εὐγενοῦς, πλουσίου ἕνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Σαΐττ’ ἀπ᾿ ἀρχοdόσπιτο μ’ ἔχει σαϊττεμένο κιˬ ὅσοι γιατροὶ gιˬ ἄν μ’ ἔδανε μοῦ ᾿πανε πῶς δὲ γιˬαίνω Κρήτ. - Ποίημ. Μαυροφοροῦν οἱ χωριˬανοί, μαυροφοροῦν μαννάδες καὶ κλείνουν τ᾿ ἀρχοντόσπιτα καὶ μοιρολόγιˬα βγάζου ΙΠολεμ Χειμώνανθ. 158.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA