ἀρχοντοσυμπεθερεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντοσυμπεθερεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρχοντοσυμπεθερεύω Ἰόνιοι Νῆσ
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρχοντας καὶ τοῦ ρ. συμπεθερεύω.
Σημασιολογία
Συνάπτω κηδεστίαν μετ᾿ ἀρχοντικῆς οἰκογενείας, εὐγενοῦς, πλουσίας: Παροιμ. Ἀρχοντοσυμπεθέρεψες; κακὴ φωτιὰ ποῦ σ’ ἔκαψε! (δυστυχὴς ὁ συμπεθερεύων μετ᾿ οἰκογενείας ἀνωτέρας κοινωνικῆς τάξεως ἢ πλουσιωτέρας).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA