βαθεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
βαθεˬὰ ἐπίρρ. βαθέα Κύθηρ. Κύμ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) βαθὲ Δ.Κρήτ. βαθεˬὰ κοιν. βαθία Ζακ. βαθκεˬὰ Κύπρ. Κῶς Λέρ. Μεγίστ. βαὰ Κάρπ. βαθτσὰ Κάλυμν. βαθὰ ᾿Αστυπ. βασὰ Σέριφ. Συγκριτ. βαθύτερα κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαθύς.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Εἰς βάθος, βαθέως κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Οργώνω-σκάβω-φυτεύω βαθεˬά. Βάζω-χώνω βαθεά. Δέντρο ριζωμένο βαθέα. ᾿Αναστενάζω βαθεὰ κοιν. || Παροιμ. Πο͜ιός σοῦ τό ’βγαλε τὸ μάτι; -Ὁ ἀδελφός μου. -Γιˬὰ τοῦτο σοῦ τό ’βγαλε βαθεˬά! κοιν. Κ᾽ ἐδῶ βαθεˬὰ κ᾿ ἐκεῖ βαθεˬὰ κιˬ ὅπου νὰ πάω πνίγομαι (μεταξὺ δύο κακῶν) Αἴγιν. || Αἴνιγμ. Ἔχω ‘να πραματάκι, | πάει βαθύτερα, | κάνει πολύτερα (ἡ κολοκυθεˬὰ) Πελοπν. (Παππούλ.) Συνών. βαθικά, βαθουλλά. β) Ἐν χρῷ κοιν.: Κουρεύω βαθεˬά. 2) ᾿Εκ μακρᾶς ἀποστάσεως, μακρόθεν πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Βαθέα ἀκούω ἕναν λαλίαν Τραπ. Χαλδ. Βαθέα κουΐζει Κερασ. Καὶ μετὰ τῆς προθ. ἀπό : Ἀπὸ βαθέα ἔρθεν ἡ λαλία Χαλδ. || Ποίημ. Σίγα, Θοδούλα, μιˬὰ στιγμὴ ν᾽ ἀκουρμαστῶ τὴ σκύλλα. -Δὲ σ᾽ ἀνακράζει γιˬὰ ψωμί, βαθεˬὰ περνᾷ διˬαβάτης ἢ νο͜ιώθει λύκου διˬάνεμα ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 367. 3) ’Ισχυρῶς Κύπρ. : ᾎσμ. Παρακαλῶ σε, μάισσα, εἶντα βαθεˬὰ μὲ πιˬάν-νεις; Συνών. δυνατά. 4) Ἐπὶ χρονικῶν περιστάσεων, εἰς ὥραν πολὺ προχωρημένην ἢ τἀνάπαλιν Λεξ. Δημητρ.: Βαθεˬὰ τὴν νύχτα-τὴν αὐγή. 5) Ἐπὶ χρωματισμοῦ, διˬὰ χρώματος ἀποκλίνοντος πρὸς τὸ μέλαν Λεξ. Δημητρ.: Ἔβαψε τό φόρεμα πολὺ βαθεˬά. Β) Μεταφ. 1) Βαθέως, ἐπὶ σκέψεως, ὕπνου κττ. κοιν.: Συλλογε͜ιέμαι βαθεˬά. Κοιμᾶμαι βαθεὰ (συνών. κοιμᾶμαι ἄνο͜ιαστα, ἀντίθ. κοιμᾶμαι ἀλαφρά). 2) Δυσλήπτως πολλαχ.: Μιλῶ βαθεˬὰ (εἰς γλῶσσαν ἀρχαΐζουσαν καὶ διὰ τοῦτο δυσνόητον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA