βαθένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαθένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαθένω, βαθύνω Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) βαθύνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. βαθένω σύνηθ. βαθένου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. Μεσ. βαθύχκομαι Πόντ. (Οἰν.) βαθυσκοῦμαι Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. βαθύνω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Σκάπτων καθιστῶ τι βαθύ, ἐκβαθύνω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Βαθένου τοὺ γαρδὸ γιὰ νὰ ριζουπιˬάσ' τοὺ κλῆμα (γαρδὸς=λάκκος ποῦ φυτεύουν τὸ κλῆμα) Στερελλ. (Ἀράχ.) Βαθύνω τό ταφὶν Τραπ. Χαλδ. Βαθύνω τὴν ἐγδὴν (τὸ ἰγδίον) Κερασ. Συνών. ἀγλαφζω 1β, βαθικένω, βαθουλλώνω 1, βαθυνέσκω, βαθυνίσκω. Καὶ ἀμτβ. καθίσταμαι βαθὺς σύνηθ.: Σκάβω σκάβω κιˬ ἀκόμα νὰ βαθύνῃ ὁ λάκκος σύνηθ. 2) Ἀποκτῶ βάθος, ἐπὶ ὑδάτων ἐν γένει ὅταν προχωρῶν τις εἰς αὐτὰ συναντᾷ μεγάλύτερον βάθος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) -Λεξ. Πρω.: ᾽Εβάθυνεν ἡ θάλασσα Κερασ. ᾿Εβάθυναν τὰ νερὰ Οἰν. ᾽Εβάθυνεν τὸ ποτάμ’ Τραπ. Βάθυνε ὁ λάκκος Λεξ. Πρω. 3) Εἰσέρχομαι εἰς μέρη τῆς θαλάσσης βαθέα, ἐπὶ σπογγαλιέων Σύμ. β) Περιορίζομαι εἰς τοὺς βαθεῖς πυθμένας, ἐπὶ τῶν σπόγγων Συμ.: Τὰ σφουγγάριˬα ἐβάθυναν. 4) Προχωρῶ πολύ, ἐπὶ χρονικῶν περιπτώσεων ΔΒουτυρ. Τριανταδύο διηγ. 17: Θέλησα νὰ βρεθῶ ’ς τὸ χωριό, ὅταν θὰ βάθενε ἡ νύχτα. 5) Γίνομαι βαθύτερος, σκιερώτερος εἰς τὸν χρωματισμὸν Λεξ. Δημητρ.: Πρέπει νὰ βαθύνῃ τὸ κόκκινο γιὰ νὰ ταιριˬάζῃ. Β) Μεταφ. 1) Εἰσχωρῶ βαθέως, ἐπὶ γραμμάτων, λόγων, σκέψεων κττ. Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Καστορ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) κ.ἀ.: Φρ. Ἐβάθυνεν ’ς σὰ γράμματα (ἐπροχώρησεν πολὺ εἰς τὴν παιδείαν) Κερασ. Βαθένου ᾽ς τὰ λόγιˬα τοῦ δεῖνα (τὸν ἀντιλαμβάνομαι, τὸν ἐννοῶ) Φιλιππούπ. Βαθύνω ᾿ς σὸ λόγον ἀτ᾽ (ἐμβαθύνω, προσέχω εἰς τὸν λόγον του) Τραπ. β) Ἀντιλαμβάνομαι, κατανοῶ τι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Καστορ.): Δὲν τὸ βάθυνα Καστορ. Συνών. καταλαβαίνω, νο͜ιώθω. γ) Ἀποκτῶ βάθος διανοητικὸν Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) -Λεξ. Πρω.: Βάθυνε τὸ μυαλὸ Λεξ. Πρω. Βάθ’ νὶ οὑ νοῦς Ἀδριανούπ. Συνων. βαθολογῶ 1. δ)Σκέπτομαι καλῶς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) 2) Μέσ. βυθίζομαι εἰς βαθὺν ὕπνον Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Ὀντες ἔρθες, ἐγὼ ᾿κ’ ἔγνωσα, άτόσον ἐβαθύστα! (ὅταν ἦλθες ἐγὼ δὲν τὸ ἐνόησα, τόσον ἤμην βυθισμένος!) Κερασ. Συνών. *βαθουλλατίζω 1, βαθυλογῶ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/