βαθεˬοδιˬαβαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθεˬοδιˬαβαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαθεˬοδιˬαβαίνω, βαθεˬοδιˬααίνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαθεˬὰ καὶ τοῦ ρ. διαˬβαίνω.
Σημασιολογία
Εἰσέρχομαι, εἰσχωρῶ βαθέως: Ἐβαθεˬοδιˬάηκε dὸ μαχαίρι καὶ δὲν ἐκούνησε. Συνών. βαθεˬοπάω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA