βαθεˬοκοιμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθεˬοκοιμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαθεˬοκοιμίζω Λεξ. Πρω. Δημητρ. Μέσ. βαθεˬοκοιμᾶμαι Λεξ. Δημητρ. Μετοχ. βαθυκοιμισμένος ΓΞενοπ. Κακὸς δρόμ. 22.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαθεˬὰ καὶ τοῦ ρ. κοιμίζω.
Σημασιολογία
Κάμνω τινὰ νὰ κοιμηθῇ βαθέως ἔνθ᾽ ἀν.: ’Στὸ δρόμο ψυχή, ὅλα κατάκλειστα καὶ βαθυκοιμισμένα ΓΞενόπ. ἔνθ’ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA