ἀρχοντοφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντοφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρχοντοφέρνω Ζάκ. Θήρ. κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. ἀρχουντουφέρνου Στερελλ. (᾿Αγρίν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρχοντας καὶ τοῦ ρ. φέρνω.
Σημασιολογία
1) Ἕλκω τὸ γένος ἐξ εὐγενῶν, πλουσίων Ζάκ. Θήρ. Συνων. ἀρχοντοσέρνω. 2) Φαίνομαι ὡς εὐγενής, εὐπατρίδης, πλούσιος Λεξ. Αἰν. 3) Ὑποκρίνομαι τὸν εὐγενῆ, τὸν πλούσιον Στερελλ. (Ἀγρίν.): Παροιμ. Ἀρχουντουφέρνουμι κὶ κριμμ’δουτρώμι (ἐπὶ πτωχοῦ προσποιουμένου ὅτι εἶναι πλούσιος). Συνών. ἀρχοντοπιˬάνομαι 2, μεγαλοπιˬάνομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA