βαθεˬοστενάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαθεˬοστενάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαθεˬοστενάζω ΣΣκίπη Ἀπέθαντ. 84.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαθεˬὰ καὶ τοῦ ρ. στενάζω.

Σημασιολογία

Στενάζω βαθέως: Ποίημ. Τὴν κεφαλή μου τότε στρέφοντας πρὸς τὴ ζωή τὰ σύνορά της εἶδα σβησμένα μέσ' ᾿ς τὸ σούρρουπο καὶ βαθεˬοστέναξα ὁ περάτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/