βαθεˬοστοχάζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθεˬοστοχάζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαθεˬοστοχάζομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαθεˬὰ καὶ τοῦ ρ. στοχάζομαι.
Σημασιολογία
Στοχάζομαι, σκέπτομαι βαθέως: Βαθεˬοστοχάζομαι τὸ θάνατο. ᾿Εβαθεˬοστοχάστηκά το καὶ dροπιˬάστηκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA