γαλαχτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλαχτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαλαχτίζω πολλαχ. γαλαχτίζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαλαχτ’ζὼ Πάρ. (Λεῦκ.) γαλαφτίζω Πελοπν. (Κυνουρ.) ’αλαχτίζω Νάξ. (’Απύρανθ.) ’ουααχτίζω Νάξ. (Φιλότ.) γαουαχτῶ Νάξ. (Βόθρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. γαλακτίζω = εἶμαι λευκὸς ὡς τὸ γάλα.
Σημασιολογία
1) ᾿Αλείφω, ἀσπρίζω ἐπιφάνειαν δι᾿ ἀσβέστου διαλελυμένης ἐν ὕδατι πολλαχ.: Γαλαχτίζω τὸ σπίτι - τὸν τοῖχο - τὴν αὐλὴ κττ. Συνών. ἀλείφω Α3, ἀσβεστώνω 1, ἀσπρίζω Α1, ἀσπρογε͜ιάζω, χρίω. 2) Μάσσω τὴν ζύμην ὑπορρίπτων ὕδωρ ᾿διὰ νὰ γίνῃ μαλακωτέρα καὶ κατάλληλος εἰς τὴν παρασκευὴν ἄρτων ’Αθῆν. Πελοπν. (Βυτίν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Κυνουρ.) κ.ἀ.: Γαλάχτισα τὸ ψωμὶ πέντε ἕξι χέριˬα Κορινθ. Γαλαχτίζω τὴ ζύμη γιˬὰ νὰ γίνῃ καλὴ Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA