γαλεˬόττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλεˬόττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλεˬόττα ἡ, Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Μῆλ. Νάξ. Παξ. Πάρ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.-Λεξ. Αἶν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. galeotta.
Σημασιολογία
Εἶδος πλοίου μακροῦ καὶ ταχυπλόου: ᾎσμ. Πέντε φεργάδες εἴμαστε καὶ δεκοχτώ γαλεˬόττες κ’ εἴχαμε σκλάβους ὄμορφους ’ς τὴν ἅλυσο δεμένους
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA