βαθικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαθικὸς ἐπίθ. Καππ. (Μαλακ.) βαθ'κὸς Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάθος καὶ τῆς καταλ. -ικός.
Σημασιολογία
1) Βαθὺς Καππ. (Σινασσ.) Μύκ.: Ρεματισμὸς βαθ'κὸς (τὸν ὁποῖον αἰσθάνεταί τις εἰς τὸ βάθος τοῦ σώματος καὶ οὐχὶ ἐπιπολῆς) Μύκ. Συνών. βαθερός, βαθουλλὸς 2. 2) Ἰσχυρὸς Λέσβ. (Ἀγιάσ.): Φόβους βαθ’κός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA