γαλευτήριν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλευτήριν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλευτήριν τό, Κύπρ. γαλευτήρι Πάρ.-ΠΓεννάδ. Γεωργ. Γλωσσάρ. 13.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γαλεύω. Ἡ λ. καὶ μεσν. Ἰδ. Μαχαιρ. (ἔκδ. RDawkins) 1,32 καὶ 241.
Σημασιολογία
1) Δοχεῖον εἰς τὸ ὁποῖον ἀμέλγουν τὸ γάλα Κύπρ. Πάρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. ἔνθ’ἀν. 1,32 «ἐτσακίστην τὸ γαλευτήριν καὶ ἐχενώθην τὸ γάλαν». 2) Γαλακτοκομεῖον ΠΓεννάδ. ἔνθ' ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA