γιδοκάτσικα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδοκάτσικα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιδοκάτσικα τά, Πελοπν. (Βασαρ.) ’δουκάτσ᾽κα Θεσσ. (Ἀγναντ. Κακοπλεύρ. Καλαμπάκ. Μαυρέλ. Ὀξύν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ Δεσκάτ. Καρπερ Κατάκαλ. Τρικοκκ. Τριφύλλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ ῶν οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ κατσίκι.
Σημασιολογία
Αἶγες μετ᾽ ἐριφίων ὁμοῦ ἔνθ’ ἀν.: Τά ’χου τὰ ’δουκάτσ᾽κα ’ς τοῦ ’δουμάντρ᾽ Γήλοφ. Πβ. ἀρνοκάτσικα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA