γαλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαλεύω (ΙΙ) Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ γάλος.

Σημασιολογία

1) Καθιστῶ τι ἀτροφικόν, μαραίνω, ἐπὶ καρπῶν ἐν γένει: Ἄν ἀρχίσῃ ὁ γάλος, πάνε τὰ γεννήματα, σὰν τὰ γαλέψῃ, δὲ θὰ μάσουμε σπυρί. 2) ᾿Αποβάλλω τὴν ζωτικὴν ἰκμάδα καὶ τὴν εὐφορίαν: ᾿Εγάλεψε ὁ κῆπος-τό χωράφι κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/