γιδοκλέφτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδοκλέφτης

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιδοκλέφτης ὁ, πολλαχ. γιδόκλεφτης Πελοπν. (Ἀράχ. Βασαρ Οἰν. κ.ἀ.) γιδουκλέφτ’ς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ’δουκλέφτ’ς ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. γιδόκλεφτας Πελοπν. (Βασαρ Οἰν. κ.ἀ.) γιδόκλιˬεφτας Πελοπν. (Ἀρκαδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ κλέφτης.

Σημασιολογία

1) Ὁ κλέπτης αἰγῶν πολλαχ.: Ἀπὸ κακὸ θάνατο νὰ πάῃ ὁ γιδόκλεφτας (ἀρὰ) Οἰν. Ὡς πιστικὸς κ’ ἐγὼ ἤμουν γιδοκλέφτης Χ. Χρηστοβασ., Διηγ. στάν, 184 Συνών. γιδολόγος 2, γιδοξεπετσούρης, γιδοσύρτης, γιδοφονιˬάς, γιδόχαρος, κατσικοκλέφτης, κατσικοσύρτης. Πβ. προβατοκλέφτης. 2) Μεταφ., ἄνθρωπος ἄξεστος καὶ ἀκοινώνητος Στερελλ. (Ἀρτοτ.): Αὐτός, βρὲ ἀδιρφέ, εἶνι γιδουκλέφτ’ς. Συνών. γδούρτης 1γ, γιδόκουρο Ιβ, γιδοξούρι 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/