ἀρχυρώτερα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχυρώτερα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀρχυρώτερα ἐπίρρ. ᾶμάρτ. ἀρχυρώτιρα Μακεδ. (Κοζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ συμφύρ. τῶν ὲπιρρ. ἀρχύτερα ξαθ ὑστερώτερα.

Σημασιολογία

Πρότερον, ἐνωρίτερον: Γιατί δὲ μ’ ἔγραψις ἀρχυρώτιρα; Τά ’χου τ᾿ ἀγγε͜ιὰ ἀρχυρώτιρα ’π’ τ᾽ ἰσένα νὰ κρατοῦν ἀράδα. Συνών. ἀρχύτερα, νωρίτερα, πρωτύτερα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/