ἀρχύτερα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχύτερα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀρχύτερα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀρχύτιρα βόρ. ἰδιώμ. ἀρχύτερις (Ἑβδομ. 6,13,6).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀρχύτερος. Διὰ τὸν τύπ. ἀρχύτερις πβ. σήμερα-σήμερις, ὕστερα-ὕστερις κττ.
Σημασιολογία
Ἀρχυρώτερα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : Πᾶμε μιˬὰ ὥρ’ ἀρχύτερα. Νὰ φτάσωμε μιˬὰ ὥρ’ ἀρχύτερα. Νὰ γλυτώσουμε μιˬὰ ὥρ' ἀρχύτερα τὴ δουλει͜ά μας. Γιˬατί δὲν ἦρθες ἀρχύτερα; Νὰ φύγετε ἀρχύτερα. ᾿Αρχτύτερα ἦσαν ἀλλεˬῶς βαλμένα τὰ ἔπιπλα σύνηθ. Νὰ κινήσουν τὰ πλοῖα μίαν ἡμέραν ἀρχύτερις (΄Εβδομ. ἔνθ’ ἀν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA