-ᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-ᾶς
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
-ᾶς κατάλ. παραγωγικὴ κοιν. -ᾶ Τσακων. Θηλ. -οῦ κοιν. -ᾶσα Ποντ.
Ετυμολογία
Ἡ μεταγν. κατάλ. -ᾶς, περὶ ἧς ἰδ. WSchulze ἐν Kuhn’s Zeit 33 (1895) 230 κἑξ. ΕSchwyzer Griech. Grammat. 1,461. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,420 κἑξ. καὶ 2,176 κἐξ. ἐν Ἐπιστ. ’Επετ. Πανεπ. 1 (1902/3) 133 κἑξ. καὶ 9 (1912/3) 34, SPsaltes Grammat. Byzant. Chron. 255 κἑξ. καὶ SKapsomenakisVoruntersuch.zu einer Gramm. Der Papyri 22.
Σημασιολογία
Διὰ ταύτης σχηματίζονται οὐσιαστικὰ ἐξ οὐσιαστικῶν ἣ καὶ ρημάτων δηλοῦντα 1) Τὸν φέροντα ἢ φοροῦντα ἢ καθόλου τὸν ἔχοντά τι ἢ τοιοῦτόν τι παραπλήσιον, οἷον: ἀμπέλι - ἀμπελᾶς, ἀποκοίλι - ἀποκοιλᾶς, ἀργαστήρι - ἀργαστηρᾶς, ἄρμενο - ἀρμενᾶς, βρακὶ - βρακᾶς, καλαμάρι – καλαμαρᾶς, μαχαίρι - μαχαιρᾶς, ποδάρι -ποδαρᾶς κττ. 2) Τὸν ἔχοντά τι ἢ ὄντα τι καθ' ὑπερβολήν, οἷον: ἀφτὶ-ἀφτᾶς, γλῶσσα-γλωσσᾶς, δόντι - δοντᾶς, μάτι-ματᾶς, μύτη - μυτᾶς, παλληκάρι παλληκαρᾶς, χείλη- χειλᾶς κττ. 3) Τὸν τρώγοντα καὶ ἐν γένει ἀγαπῶντα τι καθ’ ὑπερβολήν, οἷον: ἁλάτι - ἁλατᾶς, ἄντερο - ἀντερᾶς, γυναῖκα - γυναικᾶς, κρέας - κρεατᾶς, μακαρόνι - μακαρονᾶς, φαεῖ - φαγᾶς κττ. 4) Τὸν πωλοῦντά τι, οἶον: ἁλάτι - ἁλατᾶς, ἀλεύρι - ἀλευρᾶς, ἀπίδι - ἀπιδᾶς, γάλα - γαλατᾶς, κάστανο - καστανᾶς, ξύλο - ξυλᾶς, τυρὶ - τυρᾶς, ψωμὶ - ψωμᾶς κττ. 5) Τὸν κατασκευάζοντά τι, οἷον: ἀλεύρι - ἀλευρᾶς, ἁμάξι - ἁμαξᾶς, ἀρίδα - ἀριδᾶς, καθρέφτης - καθρεφτᾶς͵ κανάτι - κανατᾶς, μετάξι - μεταξᾶς, πάπλωμα - παπλωματᾶς, πηγάδι -πηγαδᾶς κττ. 6) Τὸν καθόλου ἀσχολούμενον, τὸν ὄντα συχνὰ περί τι, οἷον: ἁλάτι - ἁλατᾶς, ἄλογο -ἀλογᾶς, ἁμάξι - ἁμαξᾶς, ἀμπέλι - ἀμπελᾶς, ἀξινάρι - ἀξιναρᾶς, ἀπόχη - ἀποχᾶς, ἀρκούδα - ἀρκουδᾶς, πέτρα - πετρᾶς, σφουγγάρι - σφουγγαρᾶς κττ. 7) Τὸ ὄργανον, οἷον: ἀρμέγω-ἀρμεγᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA