βατεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βατεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βατεύω κοιν. βατεύου βόρ. ἰδιώμ. βαdεύου Ἤπ. Μακεδ. βαντεὑου Ἤπ. (Ζαγόρ.) βατεύγω Θήρ. Κρήτ. Κύθν. Νάξ. Νίσυρ. Πάρ. Σύμ. κ.ἀ. βατεύγου Εὔβ (Κουρ.) βατεύgω Κύπρ. Ρόδ.βατεύκω Κύπρ. βαιέγγου Τσακων. ματεύω Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Ἤπ. Μεγίστ. μαdεύω Θρᾴκ. (Μυριόφ.) ματεύγω Θήρ. πατεύγω Μεγίστ. πατεύου Λυκ. (Λιβύσσ) πατέgουω Καλαβρ. (Μπόβ.) γατεύω Ἤπ. (Πρέβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾶρχ. βατέω κατὰ τὸ ὀχεύω, δι’ ὃ ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 22 (1910) 236, ἢ καὶ ἀμάρτ. παλαιὸν βατεύω, δι’ ὃ πβ. μεταγν. ἐμβατεύω. Ὁ τύπ. πατεὐγω ἐκ παρετυμ πρὸς τὸ πατῶ. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ἔνθ᾽ ἀν. Τὸ γατεύω ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ γάττα, ἐφ᾿ ἧς κυριολετεῖται.
Σημασιολογία
1) Συνέρχομαι, ἐπιβαίνω, ὀχεύω, ἐπὶ ζῴων ἐν γένει κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Τσακων.: Τὸ ἄλογο βατεύει τὴ φοράδα. Ὁ τράγος βατεύει τὴ γίδα. Ὁ κόκορας βατεύει τὴν κόττα. Βατεύονται τὰ κατσίκιˬα-τὰ περιστέριˬα-τὰ πρόβατα κττ. κοιν. Βατεμένο ἀβγὸ (τὸ φέρον γόνον) σύνηθ. Συνών. βαρῶ Α 10. 2) Γονιμοποιοῦμαι, ἐπὶ σύκων Ἀμοργ.: Βατεύεται τὸ δεdρὸ. 3) Εὐνουχίζω Σαμοθρ. Συνών. μνουχίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA