γαληνὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαληνὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαληνὸς ἐπίθ. λόγ σύνηθ. γα’νός Θεσσ. γαλενὸς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.Τραπ. Χαλδ.) γαλνὸς Πόντ. (Κερασ.) ἀγαληνός Ζάκ. Κωνπλ. Παξ. κ.ἀ.-ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ Χρόν. 69. ἀγαλῃˬανὸς Μακεδ.-Λεξ.᾿Ελευθερουδ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γαληνός. Οἱ τύπ. ἀγαληνός, ἀγαλῃˬανός κατ’ ἀναλογικὴν ἐπίδρασιν τοῦ ἐπιρρ. ἀγάληˬα καὶ τοῦ ἐπιθ ἀγάλῃˬος.

Σημασιολογία

1) Γαλήνιος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ τῶν ὑδάτων ἐν γένει λόγ σύνηθ. καὶ δημῶδ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Γαληνὴ θάλασσα. Γαληνὰ νερὰ σύνηθ. Οὑ ἀστραφτιρός γυˬάλους τοῦ πουταμοῦ ἤτανι γα’νὸς κιˬ ἀτάραχτους Θεσσ. Γαλενὸν ἔν᾿ ἡ θάλασσα Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. || Παροιμ. Ἄλαλος κιˬ ἀμήλαλος καὶ γαλενόν ποτάμιν (ἐπὶ ἀνθρώπου ὀλιγολόγου καὶ ὑπούλου) Χαλδ. || Γνωμ. Ἀσ᾽ σὸ γαλενὸν τὸ ποτάμ' νὰ φογᾶσαι (ἀπὸ τὸ ἥσυχο ποτάμι νὰ φοβᾶσαι, δηλ ἀπὸ τὸν ἀμίλητον, ἀλλὰ ὕπουλον ἄνθρωπον) αὐτόθ. β) Ἥσυχος, ἤρεμος. ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῶν ἐν γένει καταστάσεων Πόντ. (Κερασ) : Γαλνὸς ἀέρας - καιρὸς κττ. || ᾎσμ. 'Εφύσεσεν ἁψὺς βορεˬάς καὶ γαλενὸς θρασκέας γ) Ἐλαφρὸς Παξ.: Ἀκούστηκε ἕνας ἀγαληνός χτύπος κιˬ ἄνοιξε ἡ πόρτα. δ) Ἐπὶ ἤχου, οὐχὶ σφοδρός, οὐχὶ ἰσχυρός, ἀλλὰ πρᾶος ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. Χρόν. 56 καὶ 69: Τὸ ψαλιτήρι σου ὕμνο γαληνὸ τό κάνεις ἔνθ’ ἀν.56. Τὸ τραγούδι τὸ ἥμερο, τ’ ἀγαληνό γιˬά τῆς καρδιˬᾶς τοὺς πόνους ἔνθ᾽ ἀν. 69. 2) Ἤρεμος Πόντ. (Κερασ): Γαλενὸν πρόσωπον. 3) Ὁ βραδέως βαδίζων, βραδυκίνητος Ζάκ. Κωνπλ. Μακεδ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀργοκίνητος. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γαληνὴ ὄν. κύριον Μακεδ. (Πάγγ.) τοπων. Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/