ἀσαβούρρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσαβούρρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσαβούρρωτος ἐπίθ. Ζάκ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) -ΑΠαπαδιαμ. Πρωτοχρ. διηγ. 38 --Λεξ. Γαζ. (λ. ἀνερμάτιστος) Περίδ. Αἰν. Βυζ. Πρω. Δημητρ. ἀσαούρρωτος Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σαβουρρωτὸς < σαβουρρώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Μεουρσ.
Σημασιολογία
1) Κυριολ. ὁ μὴ ἔχων σαβούρραν, ἕρμα, ἀνερμάτιστος, ἐπὶ πλοίου ἔνθ’ ἀν.: Καΐκι ἀσαούρρωτο Σύμ. Ὁ ἄνεμος ἐδυνάμωνε, τάχα δὲν ἠμποροῦσε νὰ δυναμώσῃ ἀρκετά, ὥστε μ᾿ ἕνα σαγανίδι ν’ ἀναποδογυρίσῃ τὴν ἀσαβούρρωτην βάρκαν; ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Μεταφ. ὁ μὴ φαγών, νηστικὸς Ζάκ. Πόντ. (Κερασ.) - Λεξ. Αἰν. β) Ἐπιπόλαιος Λεξ. Πρω. Δημητρ. : Ἀσαβούρρωτο μυˬαλό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA