γαλιˬάντρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλιˬάντρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλιˬάντρα ἡ, σύνηθ. καλιˬάντρα Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Μακεδ. Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ. calandra.
Σημασιολογία
1) Πτηνὸν ᾠδικὸν τοῦ γένους τῶν κορυδαλλῶν σύνηθ. β) Μετων. ἄνθρωπος λάλος, φλύαρος πολλαχ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. Ἤπ. (Ἰωάνν.) Κεφαλλ. 2) Ὄνομα κυνὸς Πελοπν. (Μεσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA