ἀσάλευτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσάλευτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσάλευτα ἐπίρρ. ᾿Αθῆν. κ.ἀ. - Λεξ. Γαζ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν ἐπίρρ. ἀσάλευτα. Πβ. ᾿Ανθολ. Παλατ 12,183 «χείλεσι... ἐπ’ ἄκροις ἀσάλευτα μεμυκόσι».
Σημασιολογία
Χωρὶς νὰ σαλευθῇ, νὰ κινηθῇ τις, ἀκίνητα ἔνθ’ ἀν.: Ταξιδέψαμε ἀσάλευτα (χωρὶς τὸν παραμικρὸν κλυδωνισμὸν τοῦ πλοίου) ᾿Αθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA