γαλλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλλάκι τό, Πελοπν. (Δημητσάν.)-Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 424.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γάλλος (Ι) διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Νεοσσὸς γάλλου, ἰνδιάνου ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Σιγά τὰ γαλλάκιˬα! (προσέχετε δηλ. νὰ μὴ τὰ πατήσετε, εἴρων. πρὸς τούς κομψευομένους) Δημητσάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA