γάλλικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάλλικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γάλλικος ὁ, Κρήτ. γάλλικο τό, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάλλος (ΙΙ).

Σημασιολογία

Κριὸς ἄκερως καί κρύψορχις. Συνών. γάλλος (ΙΙ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/