γαλλόσουπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλλόσουπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαλλόσουπα ἡ, πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γάλλος (Ι) καὶ σούπα.

Σημασιολογία

Σούπα παρασκευαζομένη ἀπὸ ζωμὸν κρέατος γάλλου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/