γαλλοφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλλοφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαλλοφέρνω πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Γάλλος καὶ τοῦ ρ. φέρνω, περί οὗ ὡς β´ συνθετ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾶ 22 (1910) 252.
Σημασιολογία
Προσποιοῦμαι Γαλλικούς τρόπους συμπεριφορᾶς, μιμοῦμαι τοὺς Γάλλους, γαλλίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA