ἀσαράντωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσαράντωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσαράντωτος ἐπίθ. Ροδ. ἀσαράdωτος Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *σαραντωτὸς < σαραντώνω.
Σημασιολογία
1) Ἀσαράντιˬαστος 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ἀν.: Ἀσαράντωτη λεχοῦσα Ροδ. β) ᾿Ασαραντάριστος 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: 2) ᾿Ασαράντιστος2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA