ἀσάρωτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσάρωτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσάρωτα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀσάρωγα Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσάρωτος.
Σημασιολογία
Χωρὶς νὰ ἔχῃ τις σαρώσει σύνηθ. : Ἄφησε ἀσάρωτα καὶ γυρίζει ᾿ς τὴ γειτονιˬὰ σύνηθ. Νὰ σαρώσῃς τὸ σπίτι σαρωμένα κιˬ ἀσάρωτα (ἐκ παραμυθ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Συνών. ἀπαράσυρτα, ἀπόσυρτα, ἀσκούπιστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA