γαλοστάτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλοστάτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαλοστάτης ὁ, Κρήτ. (Σέλιν) γαλοστάτες Πόντ. (Λιβερ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γάλα καὶ *στάτης<στέκω.

Σημασιολογία

1) Σανίδα ἐφ᾽ ἧς τίθενται αἱ λεκάναι τοῦ γάλακτος Κρήτ. (Σέλιν.) 2) Ἰδιαίτερον διαμέρισμα τῆς οἰκίας, ὅπου τοποθετοῦνται τά δοχεῖα τοῦ γάλακτος Πόντ. (Λιβερ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/