γαλοτύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλοτύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλοτύρι τό, Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Σουδεν.) γαλοτύρ' Ἤπ. (Πρέβ.) γαλουτύρ’ Ἤπ. (Ζογόρ.) γιˬαλοτύρ’ Λῆμν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γάλα καὶ τυρί.
Σημασιολογία
1) Εἶδος τυροῦ παρασκευαζομένου δι᾿ αὐτομάτου πήξεως τοῦ γάλακτος, τὸ ὁποῖον βράζεται πρῶτον, ἀλατίζεται καἱ ἐναποτίθεται ἐντός ἀσκῶν. διὰ τῶν ὀπῶν τῶν ὁποίων διηθεῖται ὁ ὀρὸς αὑτοῦ Ἤπ. (Πρέβ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Σουδεν.) 2) Τυρί ἀπὸ γάλα προβάτων, τά ὁποῖα ἀμέλγονται ἐλάχιστον Λῆμν. 3) Γάλα συλλεγόμενον κατὰ μῆνα ’Οκτώβριον, τὸ ὁποῖον βραζόμενον πήγνυται καὶ διατηρεῖται ἐντὸς ἀσκῶν διὰ τὸν χειμῶνα Ἤπ. (Ζαγόρ.) 4) ’Αραιὸν ὑπόλειμμα τῆς μαλάκας συλλεγόμενον ἐντὸς τοῦ λέβητος καὶ σχηματιζόμενον εἰς βόλους μικροῦ σχήματος Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA