γαλύνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλύνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαλύνω Χίος (Πυργ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. γαληνύνω<γαληνὸς καθ’ ἁπλολογίαν. ᾽Ιδ H Pernot Parlers de Chio 3, 378-9.
Σημασιολογία
Καταπραΰνω: Ἆσμ. Μικρή ᾽σαι τσαὶ μ᾽ ἐμάρανες, ἔλα νὰ μὲ γαλύνῃς, τῆς ἐροδάφνης τὸ ζουμὶ καφὲ νὰ μοῦ τὸ δίνῃς (ἐροδάφνη=ροδοδάφνη).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA