γαμέτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαμέτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιφώνημα

Τυπολογία

γαμέτα κλητικὸν ἐπιφών. Πόντ (Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Τραπ. Χαλδ.) ᾽αμέτα Πόντ.(Κρώμν. Σάντ.Τραπ. Χαλδ.) μέτα Πόντ (᾿Αμισ. Κοτύωρ Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) Θηλ. γαμέτρ Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν.) ’αμέτρ Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) μέτρ Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γαμέτης=ἀνήρ, σύζυγος. Οἱ τύπ. ᾿αμέτας καί μέτας κατ’ εὐφημισμόν. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 213.

Σημασιολογία

Ἡ λέξις εἰς ὅλους τοὺς τύπους εἴναι εὔχρηστος μόνον εἰς τὴν κλητικὴν καὶ ἰσοδυναμεῖ πρὸς προσφώνησιν ἀπευθυνομένην πρὸς οἱονδήποτε πρόσωπον ἄνδρα ἢ γυναῖκα, πλὴν τῶν τύπων γαμέτρ ᾿αμέτρ καὶ μέτρ λεγομένων μόνον πρὸς γυναῖκα καὶ σημαίνουσαν ὅ,τι καὶ τὰ τῆς κοινῆς βρέ, καλέ, καῃˬμένε κττ. ἔνθ’ ἀν.: Γαμέτα κ' ἐσύ, ἐθάρεσες κἄτ’ ἐποῖκες (ἐνόμισες πῶς κάτι ἔκαμες) Χαλδ. Μέτα μάννα! (ἔ μάννα!) αὐτόθ. Γαμέτρ λάλα (βρὲ παλαβὴ) Κρώμν. Μέτα, ντ’ εὔτάς; (τί κάνεις ;) Χαλδ. Μέτα, ἐσὺ εἶσαι; αὐτόθ. Μέτα, ἄρ᾽ ἀέτσ’ ποῖσον (λοιπὸν ἔτσι κάνε) αὐτόθ. Μέτρ, ἐσὺ τιδὲν ᾿κ’ ἐξέρτς; (δὲν ἠξεύρεις τίποτε;) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/