γιδολέρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδολέρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιδολέρι τό, ἐνιαχ. γιδόλερο Κρήτ. (Μουστάκ. Νεάπ. Ραμν. Ρέθυμν. κ.ἀ.) - Γ. Μαυρακάκ., ΙΙοιμεν. Κρήτ., 107.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ λέρι.

Σημασιολογία

Γιδοκούδουνο, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Οἱ γ-αἶγες φοροῦν τὰ γιδόλερα Μουστάκ. Ἐπουσούνισα δυˬὸ γιδόλερα (ἐπουσούνισα = ἀγόρασα) Ραμν. || Ἆσμ. Γ-εἶς γέρος ὠνειρεύτηκε ὄνειρο ’ς τ’ ὄνειρό dου, γιδόλερο ἐτσαρχάλησεν εἰς τὸ προσκέφαλό dου Κρήτ. Πβ. ἀρνολεράκι, τραγολέρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/