γαμιˬώτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαμιˬώτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαμιˬώτης ὁ, Κάρπ. Κύθν. Χίος γαμιˬώτ’ς Σάμ. γαμνιˬώτ’ς Λέσβ. Σάμ. γαμιˬώτα Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάμος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬώτης.
Σημασιολογία
Γαμηλιˬώτης, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Οἱ γαμιˬῶτις πιράσανι μί τά πιγνίδιˬα Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA