γαμοστόλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαμοστόλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαμοστόλος ὁ, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.Τραπ. Χαλδ.) γαμόστολος Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γαμοστόλος=ὁ ἑτοιμάζων τὰ τοῦ γάμου. Περὶ τῆς λ. πβ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Δελτ. 1 (1939) 26.
Σημασιολογία
Ἡ γαμήλιος πομπὴ ἔνδ' ἀν.: ᾎσμ. ᾬβασον, πετεινέ, ᾢβασον τὴ μέραν πέντε πέντε νά τρώῃ ἡ νύφε κιˬ ὁ γαμπρόν κιˬ οὕλον ὁ γαμοστόλος (σκωπτικὸν) Χαλδ. ᾿Οξέαν ξύλον ἔκοψεν, τῆ δάφνης τὴν καρδίαν, ταμπούραν ἐκατώρθωνεν, ταμπούραν κατορθώνει... πῆγεν κι᾿ ἀτός ἐπέζεψεν ἀπέσ’ ’ς σὸν γαμοστόλον αὐτόθ. Συνών. γαμοστόλι, νυφοστόλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA