γαμόψωμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαμόψωμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαμόψωμο τό, ἀμάρτ. γαμόψουμου Θάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ γάμος καὶ ψωμί.
Σημασιολογία
Τὸ ψωμὶ τὸ ὁποῖον κόπτουν ὕπερθεν τῆς κεφαλῆς τῆς νύμφης καθ' ἥν ὥραν ἐνδύεται τὴν γαμήλιον στολήν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA