γιδόξυγγο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδόξυγγο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιδόξυγγο τό, Πελοπν. (Ἀράχ. Οἰν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γίδι καὶ ξύγγι.
Σημασιολογία
Τὸ αἴγειον λίπος ἔνθ᾽ ἀν Συνών. ἄλειμμα 3, ἀλοιφὴ 1, γλίνα, λαρδί, λίγδα, λίπα, λίπος, ξύγγι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA