γιδόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιδόπουλο τό, Γ. Ψυχάρ., Ζωή καὶ ἀγάπη, 286 αἰγιδόπον Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) αἰιδόπον Πόντ (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδι, ὅπου καὶ αἰγίδ’ καὶ αἰἰδ’, καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ -πουλο, διὰ τὴν ὁπ. βλ. -πουλος.
Σημασιολογία
Γιδάκι 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: ’Σ σὸ μαντρὶν ἐπέμ’ναν δύο πρόβατα καὶ τρία αἰιδόπα Χαλδ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἑπών. ὑπὸ τύπ. Γιδόπουλος Ἀθῆν. Πβ. ἀλογόπουλο, ἀρνόπουλο 1, βοιˬδόπουλο, γαιˬδουρόπουλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA