ἀσβεστοτενεκὲς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβεστοτενεκὲς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσβεστοτενεκὲς ὁ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσβέστης καὶ τενεκές.

Σημασιολογία

Τὸ ἐκ λευκοσιδήρου δοχεῖον εἰς τὸ ὁποῖον ἀναμείγνύεται τὸ ὑδροξείδιον τοῦ ἀσβεστίου μεθ’ ὕδατος πολλαχ.: «Νὰ βγαίνουμε ἐλόγου μας, νοικοκυραῖοι καὶ νοικοκυράδες, μὲ τὸ σάρωθρον καὶ τὸν ἀσβεστοτενεκὲν ὑπὸ μάλης». ΚΣκόκου Σκίτσα 129.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/