ἀσβεστόχριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβεστόχριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσβεστόχριστος ἐπίθ. Γ. Δροσίν. ἐν Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ. 84 Γ. Ξενοπ. Ζακυθιν. μαντήλ. 72.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀσβεστοχρίω.
Σημασιολογία
Ὁ δι’ ἀσβέστου χρισθείς: Κάτω ἀπὸ κάθε παράθυρο, ’ς τὸν ἀσβεστόχριστο τοῖχο τῆς φάτσας, ἦταν ἁπλωμένη μιˬὰ σειρὰ ἀπὸ κλοῦβες Γ. Ξενόπ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Τ’ ἄσπρα σπιτάκιˬα του κρυμμένα | μέσα σὲ πράσινα κλωνάριˬα, ἡλιˬόφωτα, χαριτωμένα, μικρά, ἀσβεστόχριστα, καθάρε͜ια Γ. Δροσίν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA