γανιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γανιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γανιˬὰ (ll) ἡ, Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Μάν. Μεσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γάνος=ἡ δροσιστικὴ καὶ ζωογόνος ἰδιότης τοῦ ὕδατος.

Σημασιολογία

Τὸ παχὺ καὶ εὔφορον χῶμα παραποταμίου γῆς: Σπέρνω τὴ γανιˬὰ Ἀνδροῦσ. || Παροιμ. φρ. Ἅμα φτυχήσουν οἱ γανιˬὲς του, τὸ γιˬομίζει τὸ dουφεκοσίδερο καλαbόκι (εἰρων. ἐπὶ πτωχοῦ) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/