γανιˬάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γανιˬάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γανιˬάδα ἡ, Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Σουφλ.) γανιˬάδη Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γανιˬὰ (Ι) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (|).
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἡ σκωρία τῶν χαλκίνων σκευῶν Εὔβ. (Κύμ.) β) Ἡ σκωρία ἐν γένει τῶν μετάλλων Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) γ)Μαυρίλα ἐκ τριψίματος ἀκασσιτερώτου σκεύους Εὔβ. (Κουρ.): Τὸ κουρέλι ἔπιˬασε γανιˬάδα. 2) Κηλὶς Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Β) Μεταφ. 1) Καταισχύνη, ὄνειδος Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) 2) Θυμὸς Θρᾴκ. (Αἶν. Σουφλ.) 3) Φροντὶς Ἴμβρ. Πβ. γάνα, γανάδα, γανάδι, γανιˬὰ (Ι), γανίλα, γάνος (ΙΙ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA