ἀσβολερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβολερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσβολερὸς ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. 347 Μ. Μαλακάσ. Ἀσφόδ. 163 Γ. Βλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 124 Π. Βλαστοῦ Ἀργὼ 68.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀσβολερός. Ἰδ. Θρῆν. Κωνπλ. στ. 195 (ἔκδ. Elissen σ. 132) «τῆς Τρίτης τῆς ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης».

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς ἀσβόλης, μαῦρος, σκοτεινὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Νεκροί, τὴν ὄψι σας θὰ νοι͜ώσῃ τὴν ἀσβολερή, θὰ θυμηθῇ καὶ γίγαντας θὰ γίνῃ Γ. Βλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. || Ποιήμ. Ἀπὸ τὴ στερεˬὰ τὰ σύννεφα πλακώνουν βροχὴ γεμᾶτα καὶ οἱ κορφὲς καὶ οἱ φαγωμένοι κάβοι μέσ᾽ ᾽ς τῆς θολούρας χάνουνταν τ᾽ ἀσβολερὰ τὰ κρόσσιˬα Π. Βλαστὸς ἔνθ᾽ ἀν. ᾽Σ τὴ νύχτα τὴν ἀσβολερὴ τρελλὸ τὸ ἀστροπελέκι γράφει πεντάλφες ᾽ς τ᾽ οὐρανοῦ τὴν πλάκα μὲ φωτιˬὰ Μ. Μαλακάσ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/