ἀσβολωματεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβολωματεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσβολωματεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀσβολωμαθεˬὰ Κρήτ. (Μεραμβ. κ.ἀ.) ᾽σβολωματεˬὰ Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσβόλωμα καὶ τῆς καταλ –εˬά.
Σημασιολογία
Πληγή, τραῦμα ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬά, νὰ δῶ τὴ ᾽σβολωματεˬὰ ποῦ σοῦ ᾽καμε ἡ πέτρα Σητ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA