ἀσβολωμένα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβολωμένα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσβολωμένα ἐπίρρ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς μετοχ. ἀσβολωμένος τοῦ ρ. ἀσβολώνω.
Σημασιολογία
Εἰς ἐλεεινὴν κατάστασιν, πάντοτε ἐν τῇ φρ. Κακὰ κιˬ ἀσβολωμένα: Τὸν ἤπιˬασε καὶ τὸν ἤκαμε κακὰ κιˬ ἀσβολωμέν᾽ ἀποὺ τὸ ξύλο || ᾎσμ. Παππαδοπούλλα τοῦ παππᾶ, ἀγάπα με κ᾽ ἐμένα, γιˬατὶ θὰ κάμω τὀ bαππᾶ κακὰ κιˬ ἀσβολωμένα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA